εξογκώνω — εξογκώνω, εξόγκωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εξογκώνω — εξόγκωσα, εξογκώθηκα, εξογκωμένος, μτβ. 1. κάνω κάτι ογκώδες, το αυξάνω σε όγκο. 2. πρήζω, φουσκώνω: Απ το απόστημα του δοντιού εξογκώθηκε το μάγουλό του. 3. μτφ., μεγαλοποιώ κάτι, το παραφουσκώνω, το παραμεγαλώνω: Πολύ εξογκωμένα μας τα λες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υποιδαίνω — Α εξογκώνω κάτι λίγο ή τό εξογκώνω από κάτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + οἰδαίνω «φουσκώνω, εξογκώνω»] … Dictionary of Greek
φουσκώνω — φούσκωσα, φουσκώθηκα, φουσκωμένος 1. μτβ., εξογκώνω, διογκώνω κάτι σαν φούσκα, φυσώ σε κάτι αέρα (ή αέριο) και το κάνω φούσκα: Φουσκώνω το μπαλόνι. 2. (για καραβόπανα), κολπώνω, κυρτώνω: Εφούσκωνε τ αγέρι λευκότατα πανιά (Δ. Σολωμός). 3. διευρύνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αίρω — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Οινωπίωνα, βασιλιά της Χίου και πρώτου οικιστή του νησιού, σύζυγος του Ωρίωνα και μητέρα του Χίου, που έδωσε το όνομά του στο νησί Οφιούσα. * * * (Α αἴρω και ποιητ. ἀείρω) 1. σηκώνω, υψώνω 2. σηκώνω κάτι και τό κρατώ… … Dictionary of Greek
αγκώνω — 1. εξογκώνω, διαστέλλω, φουσκώνω κάτι γεμίζοντάς το 2. (ειδ. για την κοιλιά) φουσκώνω, πρήζομαι ένεκα πολυφαγίας 3. (για φαγητά) προκαλώ αηδία ή κορεσμό, καταπαύω την όρεξη 4. αισθάνομαι αηδία, κορεσμό, στομαχική δυσφορία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ὀγκῶ … Dictionary of Greek
ανοιδίσκω — ἀνοιδίσκω (Α) 1. κάνω κάτι να φουσκώσει 2. (με παθ. σημ.) ανοιδώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + οιδίσκω «εξογκώνω, φουσκώνω»] … Dictionary of Greek
αυξάνω — και αυξαίνω και αξαίνω και αύξω (AM αὐξάνω και αὔξω, Μ και αὐξαίνω και ἀξαίνω) 1. (μτβ.) μεγαλώνω κάτι, το κάνω περισσότερο από όσο ήταν, το πολλαπλασιάζω 2. (αμτβ. με σημ. μέσ.) γίνομαι περισσότερος ή μεγαλύτερος, πληθαίνω, πολλαπλασιάζομαι αρχ … Dictionary of Greek
βύω — (Α) κλείνω, αποφράσσω, ταπώνω (α. «νήματος βεβυσμένος» βουλωμένος με νήμα β. «βύσας τὴν ἕδρην σπόγγῳ» αφού έβαλε στον πρωκτό του σπόγγο για τάπα γ. «τὰ ὦτα βεβυσμένος» αυτός που έχει βύσμα στ αφτιά και δεν ακούει). [ΕΤΥΜΟΛ. Τόσο το βύω όσο και το … Dictionary of Greek
δεινοποιώ — δεινοποιῶ ( έω) (Α) εξογκώνω τα πράγματα, τά παρουσιάζω πιο φοβερά απ ό,τι είναι … Dictionary of Greek